- επικατάσσω
- ἐπικατάσσω (Α)μτγν. τ. τού επικατάγνυμι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπικατασσομένου — ἐπικατάσσω pres part mp masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσεπικατάξομεν — προσεπικατά̱ξομεν , πρός , ἐπί κατάγνυμι Cat.Cod. Astr. aor subj act 1st pl (epic) προσεπικατά̱ξομεν , πρός , ἐπί κατάγνυμι Cat.Cod. Astr. fut ind act 1st pl πρός , ἐπί κατάσσω Cat.Cod. Astr. aor subj act 1st pl (epic) πρός , ἐπί κατάσσω Cat.Cod … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)